- καλλόφιλος
- καλλόφιλος, -η, -ον (Μ)αυτός που αγαπά το ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό-φιλος, υδρό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek